- παλινδίνητος
- παλινδίνητος, -ον (Α)1. αυτός που συστρέφεται προς τα εμπρός και προς τα πίσω («παλινδίνητος θάλασσα», Ανθ. Παλ.)2. αυτός που τρέχει προς τα πίσω3. (κατά τον Ησύχ.) «παλινδίνητονσυνεχές».[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δινῶ «περιστρέφω, στροβιλίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.